- καταΐγδην
- κατ-ᾱΐγδην, Adv.A coming violently down, A.R.1.64, Opp.H.3.574, Orph.L.508, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταίγδην — (Α) επίρρ. ορμητικά, βίαια, σφοδρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αΐγ δην «ορμητικά» (< ἀΐσσω)] … Dictionary of Greek
καταίγδην — coming violently down indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπροκαταΐγδην — Α επίρρ. (για πλοίο) με πολύ ορμητική πλεύση προς τα εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προπρό + καταΐγδην «ορμητικά, σφοδρά»] … Dictionary of Greek